- ανοχή, κατασκευαστική
- Ένα σύνολο τιμών που καθορίζεται από δύο όρια (ανώτερο και κατώτερο), μέσα στο οποίο μπορεί να κυμανθεί η διαφορά μεταξύ της διάστασης του σχεδίου ενός προς κατασκευή τεμαχίου και της διάστασης που πραγματικά επιτεύχθηκε κατά την κατασκευή. Η εμφάνιση της διαφοράς αυτής είναι αναπόφευκτη, γιατί δεν είναι υλικά δυνατή η παραγωγή με το χέρι ή με μηχανές, όσο ειδικές κι αν είναι, ενός αντικειμένου που να έχει διαστάσεις ακριβώς ίδιες με τις προδιαγεγραμμένες. Η κ.α. είναι οπωσδήποτε μια ένδειξη της ακρίβειας της κατασκευής. Τα τεμάχια με διαστάσεις εκτός των ορίων ανοχής δεν γίνονται δεκτά. Τα συστήματα ανοχών είναι διάφορα και είναι τυποποιημένα τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην παραγωγή σε σειρά, στις περιπτώσεις εφαρμογής δύο τεμαχίων. Η απλούστερη περίπτωση είναι του ενός άξονα και της οπής που αντιστοιχεί σε αυτόν. To σύστημα ανοχών καθορίζει τα δύο όρια, ανώτερο και κατώτερο, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχουν οι διαστάσεις κάθε άξονα και κάθε οπής που θα κατασκευαστούν. Με τον τρόπο αυτό είναι κανείς βέβαιος ότι οποιοσδήποτε άξονας μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε οπή και μάλιστα με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά εφαρμογής (π.χ. συναρμογή σύσφιγξης, ολίσθησης ή ελεύθερη).
Dictionary of Greek. 2013.